στύπωμα

στύπωμα
το, Ν
βλ. στούπωμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • στύπωμα — το βλ. στούπωμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στούπωμα — και στύπωμα, το, Ν [στουπώνω] 1. το φράξιμο τρύπας με στουπί 2. το στουπί που χρησιμοποιείται για να βουλλώσει κάτι, το βύσμα 3. το να στουπώνει κανείς το χειρόγραφο, να τοποθετεί στυπόχαρτο για να απορροφηθεί το μελάνι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”